TO ONOMA MOY EINAI NENTA

“Neda, ojala que tu muerte no sea en vano.” μτφ: «Νεντά, ελπίζω ο θάνατός σου να μην είναι μάταιος» – Σχόλιο ενός νεαρού Ισπανού στο Twitter

του ΘΩΜΑ ΣΙΔΕΡΗ

Κάθε Πέμπτη, λίγο μετά το μεσημέρι, η Χαγιάρ Ροσταμί αφήνει το μικρό διαμέρισμά της στο ανατολικό τμήμα της Τεχεράνης και πηγαίνει ως το κοιμητήριο Behesht-e-Zahra, δώδεκα μίλια μακριά, στα προάστια της ιρανικής πρωτεύουσας. 

Η πενηνταοκτάχρονη γυναίκα περνά γρήγορα την πύλη και διασχίζοντας μια θάλασσα από μνήματα, φτάνει στον τάφο της κόρης της. Το νεκροταφείο ετούτο είναι το μεγαλύτερο του Ιράν. Λέγεται αλλιώς και «κοιμητήριο των μαρτύρων». Εδώ έχουν θαφτεί εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άντρες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Ιράν –  Ιράκ. 

 Συνήθως, υπάρχουν άνθρωποι γύρω από τον τάφο. Η Χαγιάρ Ροσταμί δεν τους γνωρίζει. Είναι οι ξένοι δικοί της άνθρωποι που ήρθαν να αφήσουν μερικά λουλούδια στο μνήμα της κόρης της. Σε μια κρύπτη φυλάσσεται ένας φορητός υπολογιστής όπου όλοι μπορούν να γράψουν τις αναμνήσεις τους από την κόρη της, προτού αφήσουν πάνω στο νωπό μάρμαρο μερικά φρέσκα ζουμπούλια. Σε διακριτική απόσταση, δύο υπάλληλοι της ιρανικής μυστικής αστυνομίας παρακολουθούν με κάθε λεπτομέρεια τις σκηνές που εκτυλίσσονται. Παρότι έχουν περάσει αρκετοί μήνες μετά τη δολοφονία της, το ιρανικό καθεστώς δείχνει να τη φοβάται ακόμα. Όχι αυτήν συγκεκριμένα. Τους νέους φοβάται και, ιδιαίτερα, τους νέους που βρίσκουν τρόπους και έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τους νέους που μπορούν να επιλέγουν το μέσο που θα ενημερωθούν και το μέσο που θα εκφραστούν.   

Η Νεντά Αγά Σολτάν είναι μόλις είκοσι έξι χρόνων όταν την πυροβολεί εν ψυχρώ ένας ελεύθερος σκοπευτής. Είναι Ιούνιος του 2009 και οι η Τεχεράνη συγκλονίζεται από μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις κατά της νοθείας που σημειώθηκε στις πρόσφατες προεδρικές  εκλογές. 

20 Ιουνίου, γύρω στις έξι και μισή το απόγευμα. Η Νεντά οδηγεί ένα Πεζό 206 στην κεντρική λεωφόρο Καργκάρ. Μαζί της στο αυτοκίνητο επιβαίνουν ο Χαμίντ Παναχί, στενός φίλος της και δάσκαλός της στη μουσική και δύο ακόμα άτομα, τα ονόματα των οποίων για προφανείς λόγους δε μαθεύτηκαν ποτέ. Έξω η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική. Παρότι είναι απόγευμα πια η θερμοκρασία βρίσκεται κοντά στους τριάντα πέντε βαθμούς Κελσίου και επιπλέον έχει πολύ υγρασία. Το κλιματιστικό του αυτοκινήτου παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα και οι τέσσερις φίλοι αποφασίζουν να παρκάρουν κάπου κοντά και να συνεχίσουν με τα πόδια μέχρι το σημείο εκείνο της πόλης που γίνονταν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.    

Η Νεντά παρκάρει το αυτοκίνητο και οι τέσσερις φίλοι κατεβαίνουν κι αρχίζουν να περπατάνε προς το κέντρο της Τεχεράνης. Δίπλα τους περνούν ομάδες διαδηλωτών προκειμένου να ενωθούν με το κεντρικό σώμα της διαδήλωσης. Η Νεντά κόβει το βήμα της. Κάποια στιγμή σταματά και παρατηρεί ότι από διάφορα σημεία της πόλης ξεχύνονται διαδηλωτές σε μικρές παρέες. 

«Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στην Τεχεράνη», ψιθυρίζει στον Χαμίντ. 

«Δεν μπορούν να μας αγνοήσουν. Πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα κάνουν πίσω», της απαντά εκείνος και την προτρέπει να συνεχίσουν. 

Η Νεντά κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή την πυροβολεί στο στήθος κάποιος ελεύθερος σκοπευτής που ήταν ακροβολισμένος σε κάποιο κτίριο, πιθανότατα της οδού Καργκάρ. Μια αλλά εκδοχή είναι ότι ήταν ανεβασμένος στην ταράτσα του σπιτιού ενός πολιτικού της ιρανικής βουλής, το οποίο βρισκόταν σε έναν παράδρομο. 

Η νεαρή κοπέλα σωριάζεται στο έδαφος. Τα τελευταία λόγια που λέει είναι: «Καίγομαι! Καίγομαι!». Ο Χαμίντ πέφτει πάνω της και προσπαθεί να τη συνεφέρει, δίνοντάς της το φιλί της ζωής. Ο γιατρός Αράς Χετζάζι, που βρέθηκε τυχαία στο σημείο αυτό, τρέχει προς το μέρος της Νεντά. Διαπιστώνει ότι η κοπέλα έχει πυροβοληθεί στο στήθος. Εκείνη τη στιγμή αναπνέει. Περίπου ένα χιλιόμετρο βρίσκεται σε εξέλιξη μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έγιναν ποτέ στο Ιράν. Οι φωνές των διαδηλωτών δονούν το κέντρο της Τεχεράνης και αντηχούν στην ατμόσφαιρα. Σε αντίθεση με τον σφυγμό της νεαρής κοπέλας που εξασθενεί συνεχώς.  

Από τη στιγμή που πυροβολήθηκε η Νεντά, έζησε λιγότερο από δύο λεπτά. 

«Βρισκόμασταν στη γωνία μαζί με ένα φίλο μου», διηγείται ένας αυτόπτης μάρτυρας. «Συγκεκριμένα είμαστε σε μια διασταύρωση της λεωφόρου Καργκάρ με τις οδούς Χοσραβί και Σαλέχι. Ακούσαμε τον πυροβολισμό και είδαμε τη κοπέλα να πέφτει κάτω. Ο φίλος μου την τράβηξε βίντεο με το κινητό του τηλέφωνο».

Όλη η σκηνή του θανάσιμου τραυματισμού της Νεντά αποτυπώνεται σε ένα συγκλονιστικό βίντεο που κάνει μέσα σε λίγες ώρες τον γύρο του κόσμου. Ανεβαίνει στο you tube, κοινοποιείται ο σύνδεσμος μέσω του Twitter και αναμεταδίδεται από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα.

«Βρισκόμουν ένα μέτρο μακριά», λέει ο γιατρός Χετζάζι. «Κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι μου. Ήταν εφτά και πέντε. Πήγα αμέσως κοντά της και έσκυψα πάνω της για να διαπιστώσω πού είχε χτυπηθεί. Όταν είδα το τραύμα της, κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ελπίδες επιβίωσης. Πέθανε στα χέρια μου. Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και την πήρε ήταν ήδη νεκρή. Δεν ισχύει η πληροφορία ότι πέθανε καθ’ οδόν για το νοσοκομείο Σαριάτι της Τεχεράνης. Είχε πυροβοληθεί στην καρδιά. Ο θάνατος επήλθε σχεδόν αμέσως». 

Σήμερα, ο γιατρός Χετζάζι συνεχίζει να ζει μακριά από τη χώρα του γιατί φοβάται για τη ζωή του.

«Το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις», εξηγεί. «Φαινόμουν στο βίντεο ότι προσπαθούσα να τη βοηθήσω. Στοχοποιήθηκα εξαρχής από τις αρχές». 

Ο Χετζάζι θυμάται ότι λίγα λεπτά μετά τον πυροβολισμό οι διαδηλωτές συνέλαβαν έναν άντρα που προσπαθούσε να διαφύγει με μία μοτοσικλέτα. 

«Πίστευαν ότι αυτός πυροβόλησε την κοπέλα», λέει. «Κατάφεραν να του πάρουν το όπλο και την ταυτότητά του. “Αυτός την πυροβόλησε”, φώναζε το πλήθος. Η ταυτότητά του έγραφε ότι είναι μέλος της Μπασίζ, της ιρανικής πολιτοφυλακής. Είναι μια οργάνωση παραστρατιωτικών. Κάποιοι λένε ότι ο άντρας φώναζε “δεν ήθελα να τη σκοτώσω”. Τον τράβηξαν και πολλές φωτογραφίες με τα κινητά τους τηλέφωνα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, τον άφησαν να φύγει. Δεν του έδωσαν όμως το όπλο και την ταυτότητά του. Ήταν όλοι σε σύγχυση. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί». 

Η 20ή Ιουνίου άλλαξε για πάντα τη ζωή της οικογένειας Ροσταμί, που εξακολουθεί να ζει σε εκείνο το μικρό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στον ανατολικό τομέα της πόλης. 

«Δεν συνηθίζεις τον θάνατο», λέει ο πατέρας της. «Ξέρω ότι η Νεντά έχει γίνει ήρωας. Άνθρωποι σε όλο τον κόσμο διαδήλωσαν και κρατούσαν πλακάτ με τη φωτογραφία της. Το γεγονός αυτό όμως δεν απαλύνει τον πόνο μας. Θυμάμαι ότι της έλεγα χαριτολογώντας πως αν κάποτε αρρωστήσω να φροντίσει να με πάνε στο νοσοκομείο Σαριάτι, γιατί είναι το καλύτερο στην πόλη. Ποτέ όμως δεν περίμενα να πάω στο νοσοκομείο και να δω την κόρη μου νεκρή». 

«Η σχέση μας δεν ήταν σχέση μητέρας – κόρης», λέει η μητέρα της. «Είμαστε σαν δύο φίλες. Ό,τι και αν την απασχολούσε, ερχόταν και μου το έλεγε. Μας άρεσε να καθόμαστε στην κουζίνα και να συζητάμε. Ήταν ένα πολύ ανεξάρτητο κορίτσι, αλλά ταυτόχρονα είχε ισχυρούς δεσμούς με την οικογένειά της. Της άρεσε ο σύγχρονος τρόπος ζωής: ντυνόταν με σύγχρονα ρούχα, έβαζε μέικ απ, πήγαινε στο γυμναστήριο και λάτρευε τον χορό. Επίσης, της άρεσε πολύ το διάβασμα. Το αγαπημένο της μυθιστόρημα ήταν το “Ανεμοδαρμένα ύψη” της Έμιλι Μπροντέ».

Ο πατέρας της σκουπίζει τα δάκρυά του. 

«Όταν ήταν μικρή ήταν πολύ σκληρό κορίτσι. Είχε μάλιστα και παρατσούκλι, τη φωνάζαμε “ταγιέμπ” λόγω του σκληροτράχηλου χαρακτήρα της. Ήταν αγοροκόριτσο. Κανένα παιδί δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της. Τη φοβόντουσαν».

Λίγο προτού γίνει είκοσι χρόνων, η Νεντά παντρεύτηκε τον Εμίρ, που ήταν και η πρώτη αγάπη της. Αμέσως μετά το γάμο, το ζευγάρι πήγε να μείνει στο σπίτι του Εμίρ. Η οικογένειά του όμως ήταν πολύ συντηρητική και αμέσως επέβαλαν στη Νεντά διάφορους περιορισμούς. Εκείνη όμως, επειδή ήταν ένα φιλελεύθερο και ανεξάρτητο κορίτσι, διεκδίκησε την ελευθερία της και εγκατέλειψε τη συζυγική εστία.

«Τον Εμίρ τον αγαπούσε», λέει ο αδελφός της. «Δεν μπορούσε όμως να ανεχτεί τις απαγορεύσεις της οικογένειάς του. Κι όσο εκείνος δε φαινόταν διατεθειμένος να την υποστηρίξει μπροστά στους γονείς του, η Νεντά ήξερε πως δεν υπήρχε κανένα μέλλον στο σπίτι του Εμίρ».

Η Νεντά μαζεύει τα πράγματά της και επιστρέφει στο σπίτι της. Ο αδελφός της, Μοχάμεντ Ροσταμί, έχει πια μεγαλώσει κι επομένως μπορούν πια να μοιραστούν τα όνειρά και τις ανησυχίες τους. 

«Μικροί μαλώναμε πολύ. Όταν μεγαλώσαμε όμως βρήκαμε ότι έχουμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Είχαμε τους ίδιους φίλους και πηγαίναμε εκδρομές στα ίδια μέρη. Ακόμα, αγαπούσαμε και οι δύο πολύ τη μουσική. Η Νεντά έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Λίγες εβδομάδες προτού πεθάνει, πήγαμε και αγοράσαμε ένα πιάνο». 

Ο Μοχάμεντ κάθε μπροστά στο πιάνο δύο φορές την μέρα, μία το πρωί, προτού φύγει για δουλειά, και μία το βράδυ. «Μοιάζει με ιεροτελεστία. Νομίζω ότι όταν παίζω, η Νεντά είναι κοντά μου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο», εξομολογείται ο Μοχάμεντ. 

Η Νεντά δεν είχε δείξει ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική κατάσταση στη χώρα της. Εκείνο που την έκανε να αλλάξει στάση ήταν  ο τρόπος που χειρίστηκε το καθεστώς τις προεδρικές εκλογές. «Το θεώρησε αδικία», λέει ο Μοχάμεντ. «Σαν να της έκανε κάτι  κλικ, κάτι που συνέβαινε και που έπρεπε ν’ αλλάξει. Της φαινόταν αδιανόητο πως μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά οι άνθρωποι ζούσαν με τόσο διαφορετικό τρόπο. Δεν της άρεσε να ζει με απαγορεύσεις και στερεότυπα».

Μετά τον θάνατο της αδελφής του, ο Μοχάμεντ έχει ορκιστεί να μην κόψει ποτέ ξανά τα γένια και τα μαλλιά του. «Θυμάμαι την τελευταία μέρα της ζωής της. Ήταν πρωί και τα είπαμε για λίγο, πριν φύγω για τη δουλειά. Επειδή εκείνη τη μέρα δεν είχα προλάβει να ξυριστώ και τα μαλλιά μου ήταν λίγο μακρύτερα από το συνηθισμένο, η Νεντά μού είπε ότι της άρεσα περισσότερο έτσι. Μετά τον θάνατό της μου είναι αδύνατο να ξυριστώ και να κόψω τα μαλλιά μου».

Στο δωμάτιο της Νεντά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τα αγαπημένα αρκουδάκια της είναι διάσπαρτα πάνω στο κρεβάτι, μια αφίσα των Dire Straights και μια άλλη, του κιθαρίστα Mark Knopfler, στον τοίχο, πάνω στο κομό το νεσεσέρ της είναι ακόμα ανοιχτό.