– ΘΩΜΑΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

Πρέπει να πήγαινα πρώτη ή δευτέρα λυκείου. Και όταν έκλεισαν τα σχολεία εκείνη τη χρονιά για διακοπές του Πάσχα, ζήτησα από τους γονείς μου να με στείλουν στη Λευκάδα, σε ένα ακροτελεύτιο, σχεδόν έρημο χωριό, στο νότιο άκρο της. Εκεί που αναβόσβηνε αιώνες ο φάρος του Λευκάτα, φωτίζοντας τον δρόμο σε πειρατές, θαλασσοπόρους κάθε λογής και ταξιδιώτες του απείρου.
Στο χωριό δεν ζούσε κανείς άλλος από την οικογένεια του πατέρα μου, παρά μόνο η θεια Σπύρω, η αδελφή του, μια ξερακιανή, στεγνωμένη γυναίκα, που φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά, μαύρο ή καφέ μαντίλι, μακριές φούστες και φαρδιά πουκάμισα, όλα σκουρόχρωμα. Ένα αιώνιο πένθος είναι η λευκαδίτικη παραδοσιακή φορεσιά, σε αντίστιξη με το γαλαζοπράσινο του Ιονίου και το ξεφτισμένο λαδί των σκονισμένων ελαιώνων του νησιού.
Άνυδρο το χωριό, με διψασμένα αμπέλια, συκιές και ελιές, άνυδρη και η θεια η Σπύρω, που δεν ήπιε ποτέ το νερό της Αθανασίας που προσφέρει μόνο η πηγή του έρωτα. Δεν έριξε ποτέ το βλέμμα σε άντρα, ούτε ποτέ άντρας έστρεψε το κεφάλι του σ’ αυτήν. Περνούσε πάντα κάτω από τα βλέμματα των άλλων, ένα εργατικό μυρμήγκι που δεν ξαπόσταινε ποτέ. Πότε για να πάει να μαζέψει σύκα, τους “βρακατσάνους”, κάτι πελώριοι, μελωμένοι, ολόγλυκοι καρποί, ποτισμένοι με αλμύρα και σταγόνες πάχνη, πότε για να πάει να μάσει νερό από τα στερεμένα πηγάδια, πότε για να ανάψει φωτιά στην πυροστιά.
Τότε, έφευγε ένα νυχτερινό ΚΤΕΛ από τον υπεραστικό σταθμό του Κηφισού στις εννιά το βράδυ και έφτανε στο νησί κοντά στα χαράματα, τρεις με τέσσερις το πρωί. Ένα αργό βασανιστικό ταξίδι, σε εθνικές καρμανιόλες, που σβούριζαν δίπλα σου οι μουσαμάδες από τις νταλίκες, και ύστερα η ατέλειωτη αναμονή στις “παντόφλες” του Ρίου και η ουρά μετά στις καντίνες του Αντίριου για καλαμάκι χοιρινό και φρέσκο ψωμάκι.
Το πρακτορείο ήταν στο κέντρο της παλιάς πόλης και όταν έφτασε το λεωφορείο ήταν θεοσκότεινο. Από άγνωστες τρύπες ξετρύπωσαν μερικοί αχθοφόροι που βοηθούσαν τους Λευκαδίτες να μεταφέρουν τα μπαγκάζια τους, τότε δεν υπήρχαν βαλίτσες με ροδάκια αλλά μπαούλα, αυτοσχέδιες αποσκευές, πράγματα τυλιγμένα σε σεντόνια και κουβέρτες, και μια ουρά αγοραίων ταξί για να μεταφέρουν τους ξενυχτισμένος ταξιδιώτες στις πατρογονικές εστίες τους.
Εγώ έμεινα καρτερικά να περιμένω το πρωινό λεωφορείο στο σκοτεινό και κρύο πρακτορείο, κοιτάζοντας εμμονικά πότε το σταματημένο ρολόι και πότε την εικόνα του εσταυρωμένου με το ακάνθινο στεφάνι, που νόμιζα ότι με κοιτά κι αυτός και κατανοεί την κατάσταση μου – η αϋπνία μού είχε παραλύσει το σώμα και το μυαλό. Το λεωφορείο θα ξεκινούσε σε μιάμιση ώρα, στις 5 το πρωί. Κάποτε, έπαψαν και οι ήχοι των αγοραίων που απομακρύνονταν προς διάφορες κατευθύνσεις και το σκοτάδι κατάπιε ξανά τους χαμάληδες του σταθμού. Ήταν το πρώτο μακρινό ταξίδι της εφηβείας μου.
Η θεια Σπύρω με περίμενε στην πλατεία του χωριού. Μόλις με είδε, μου πήρε τα χέρια μου στα χέρια της και ύστερα άρχισε να τα φιλά με τα ξεραμένα και αφυδατωμένα χείλια της, λέγοντας ξανά και ξανά “πατερούλη μου”. Είχα το όνομα του πατέρα της, Θωμάς ο παππούς μου, δεν τον χόρτασα καθόλου ως παππού, που κάποτε ήταν χωροφύλακας, αλλά ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος και δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ πώς είχε τη δύναμη να επιβάλει το γράμμα του νόμου στο χωριό.
Η θεια η Σπύρω πενθούσε για όλους και για όλα. Για τα μικρά αδέρφια της που έφυγαν από δυσεντερία και άλλες αρρώστιες, μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια σου κόρη, για τα πηγάδια που στέρευαν χρόνο με τον χρόνο, για τους σκορπιούς που ξεπετάγονταν από τα χαλέπεδα σαν φίδια της κολάσεως και κέντριζαν με θάνατο κάθε ζωντανό πλάσμα που τύχαινε στον δρόμο τους. Άφηνε κάθε τόσο κατάχαμα την ψάθινη σκούπα, που σκούπιζε ολημερίς και ολονυχτίς το χωμάτινο δάπεδο, για να σιάξει το μαντήλι της, χώνοντας την άκρη του στο μάγουλό της. Κάθε τόσο έκανε έναν μορφασμό με το στόμα της, σημάδι ότι το μαντήλι ήταν στη θέση του, και επόπτευε τον χώρο μέσα από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών της. Τα μάτια της ήταν πελώρια, αλλά μπορώ να πω ότι είχε το πιο αθώο βλέμμα στον κόσμο. Άχραντο και αμόλυντο στους αιώνες των αιώνων, όπως και η μάνα του Εσταυρωμένου.
Η Ανάσταση στο χωριό έγινε στις τέσσερις τα χαράματα, περιμέναμε τον παπά να φτάσει από τα διπλανά χωριά, το πιο κοντινό ήταν το Δράγανο. Η θεια δεν είχε ρολόι, ούτε ήξερε να σου πει την ώρα, αλλά από τις τρεις άρχισε να βαρά την ξύλινη ετοιμόρροπη πόρτα.
“Σήκω, θα έρθει ο παπάς τώρα”.
“Άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα”.
“Σήκω, άπιστε! Δεν θα περιμένει ο παπάς εμάς”.
Για μερικά λεπτά ησύχασε και άδικα νόμισα ότι θα με άφηνε να κοιμηθώ λίγο ακόμα.
Σε λίγο, άρχισε να βροντά την πόρτα με όλη της τη δύναμη.
Σηκώθηκα, ντύθηκα όπως όπως και βγήκα έξω στην παγωμένη νύχτα. Ήταν Απρίλης κι άκουγα μακριά τον άγριο ήχου του πελάγου. Η θεια Σπύρω μπροστά, σαν αγριοκάτσικο στα απότομα φιδωτά μονοπάτια του χωριού. Ψηλά, στο χοροστάσι, τρεμόπαιζαν οι φλόγες των κεριών των πιστών που προσέτρεχαν για την Ανάσταση του Κυρίου. Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου τον ήχο ακαθόριστων βημάτων, κι άλλες γυναίκες σαν τη θεια, αφυδατωμένες σκιές μέσα στα φαρδιά φουστάνια τους, ολομόναχες να προστρέχουν κάθε χρόνο στην Ανάσταση, βαθιά λαβωμένες από τον θάνατο και το θανατικό.
Η εκκλησία στο κέντρο του χωριού ήταν των “Ρομποτήδων”, η άλλη εκκλησία στο έμπα του ήταν των “Σιδεραίων”. Αλλού αναπαυόταν αιωνίως ένας Σίδερης κι αλλού ένας Ρομποτής. Ακόμα και στον θάνατο, αλλά και στην Ανάσταση, χώριζαν τα τσανάκια τους οι οικογένειες. Εμείς όμως πήγαμε στων Ρομποτήδων, γιατί η άλλη εκκλησία ήταν μισογκρεμισμένη και κάποια μνήματα ανοιχτά, μετά από κάποιον σεισμό. Η γη σκίστηκε χωρίς να περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία, ούτε καν το τελετουργικό της Ανάστασης.
Η θεια Σπύρω στην πρώτη γραμμή, σχεδόν κάτω από το θυμιατήρι του παπά το μαντήλι της. Το σώμα της είχε πάρει μια στάση ευλαβική, λες και ζητούσε μια γενναία συγχώρεση για τις αμαρτίες των ξένων, εκείνη η αμόλυντη γυναίκα που άφησε την ύπαρξή της στο έλεος των άλλων. Όπως και οι καλόγριες, που αφιερώνουν την ύπαρξή τους στον θεό. Αν καμιά φορά τύχαινε να δω κάποια καλόγρια, προσπαθούσα να τη φανταστώ σαν μικρό κορίτσι. Αλλά μου ήταν αδύνατο. Λες και οι καλόγριες γεννήθηκαν με μαύρα ρούχα που σκέπαζαν το ωχρό και εύθραυστο, έτσι μου φαινόταν πάντα, δέρμα τους.
Γυρίσαμε στο σπίτι, σχεδόν χάραμα. Ο παπάς διάβασε όλα τα Ευαγγέλια των Γραφών και επανέλαβε αμέτρητες φορές “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών”. Η θεία είχε πάνω στην παραστιά που μισόκαιγε, αχνιστή σούπα με μπόλικες πατάτες και καρότα, και δίπλα, σκεπασμένα σ’ έναν τέντζερη ψητά εντόσθια από σφαχτό. Είχε πάρει τυρί και κρασί από τον μακαρίτη τον Λάμπρο, τον γιο ενός καλοσυνάτου ανθρώπου, που τον έλεγαν Αριστόδημο. Κι έτσι τα χαράματα φάγαμε και ήπιαμε στο όνομα του αναστάντα Χριστού, την ώρα που το μπουγάζι της θάλασσας ανέβαινε πηχτό και κάλυπτε γρήγορα τα κοφτερά βράχια και τους γκριζοπράσινους ελαιώνες.
Λίγες ώρες αργότερα, κι ενώ ήμουν βυθισμένος σε έναν ύπνο βαθύ και λυτρωτικό, ας είναι καλά το κόκκινο κρασί του Λάμπρου, και οπωσδήποτε πριν το ρολόι του κόσμου δείξει εννιά το πρωί, η θεια Σπύρω άρχισε να βροντά ξανά την ξύλινη την πόρτα.
“Σήκω να φάμε. Το κατσίκι είναι έτοιμο”!
“Μα τώρα φάγαμε”, της απαντάω.
“Σήκω που σου λέω, θα κρυώσει αν δεν έρθεις τώρα”.
Ούτε τρεις ώρες δεν είχαν περάσει καλά καλά. Και να που η θεια η Σπύρω κι εγώ, καθισμένοι ξανά στα σκαμνάκια μας, τρώγαμε αυτή τη φορά το κατσίκι, όπως μας το έψησε ο Αριστόδημος σε φούρνο με κληματόβεργες. Προτού ακόμα να πάμε εμείς στην Ανάσταση, εκείνος το είχε ήδη βάλει στη φωτιά. Και η θεια με κοιτούσε με τα άδολα μάτια της αν ευχαριστιόμουν το πασχαλιάτικο γεύμα στις εννιά η ώρα το πρωί. Και κείνη σχεδόν δεν άγγιζε τίποτα, ευχαριστιόταν μόνο να με βλέπει να τρώω.
“Το άλλο μισό θα το πάρεις μαζί σου να το δώσεις στον πατέρα σου”.
Έφυγα την τρίτη μέρα του Πάσχα από το χοροστάσι, φορτωμένος το σφαχτό, ένα μπουκάλι κρασί και μια σφέλα τυρί. Η θεια Σπύρω μου ξαναφίλησε τα χέρια και δεν μ’ άφησε από τα μάτια της μέχρι που το ΚΤΕΛ της επιστροφής να στρίψει τη μεγάλη στροφή, έξω από την εκκλησία των “Σιδεραίων”. Ο οδηγός απολάμβανε τον καπνό του και πετούσε τη στάχτη από το ανοιχτό τζαμάκι στο πλάι, το λεωφορείο όλο μύριζε πρωινό τσιγάρο και στο ραδιόφωνο έπαιζε μια λιωμένη κασέτα με τη Φούλη Δημητρίου.